- πολύαρθρος
- -η, -ο / πολύαρθρος, -ον, ΝΑαυτός που έχει πολλές αρθρώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -αρθρος (< ἄρθρον «άρθρωση»), πρβλ. έξ-αρθρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυάρθρους — πολύαρθρος with many articulations masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)